- πουργώ
- -άω, και πουργεύω, Ν Μ [πουργός]1. εργάζομαι ως πουργός2. βοηθώ, συμβάλλω σε κάτινεοελλ.(στον Ερωτόκρ.) υφίσταμαι αντίποινα, υποφέρω («πουργά για λόγου ντου τόσους καημούς και πάθη»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουργεύω — ΝΜ βλ. πουργώ … Dictionary of Greek